- παμψηφία
- η единогласие;
διά παμψηφίας — единогласно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διά παμψηφίας — единогласно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παμψηφία — η (σε ψηφοφορία) η συγκέντρωση όλων τών ψήφων, η παροχή τού συνόλου τών ψήφων υπέρ ενός προσώπου ή θέματος («η απόφαση ελήφθη με παμψηφία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ψηφία (< ψήφος < ψήφος), πρβλ. πλειο ψηφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον … Dictionary of Greek
παμψηφία — η το σύνολο των ψήφων: Έγινε καθηγητής της αρχαιολογίας με παμψηφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παμψηφεί — (ΑΜ παμψηφεί, Α δωρ. τ. παμψαφεί) επίρρ. με όλες τις ψήφους, με παμψηφία, ομόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ψῆφος + επιρρμ. κατάλ. ει] … Dictionary of Greek
Συμβούλιο Ασφαλείας — Ένα από τα κυριότερα όργανα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Αποκλειστική του αρμοδιότητα είναι η λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Στο Σ. Α. αναγνωρίζεται ως η «πρωτεύουσα ευθύνη» για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
μονοκούκι — επίρρ. 1. με μια ψήφο. 2. φρ., «Ψηφίσαμε μονοκούκι», όταν όλοι ψήφισαν αποκλειστικά ένα συνδυασμό ή υποψήφιο και τον εκλέξανε με παμψηφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)